Γεννημένος το 1959, ο Δημήτρης Καφετζόπουλος σπούδασε Βιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στη Βιοχημεία στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο, στον Καναδά. Εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στο Ινστιτούτο Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας του ΙΤΕ, στην περιοχή των ενζυμικών βιομετατροπών και το 1994 ανακηρύχθηκε διδάκτορας του Τμήματος Βιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Κατά τη διάρκεια των διδακτορικών του ερευνών, κατόρθωσε, αναπτύσσοντας πρωτοποριακές για την εποχή τεχνικές, να απομονώσει και να χαρακτηρίσει το ένζυμο χιτινάση, με σημαντικότατες εφαρμογές στη βιομηχανία, την τεχνολογία τροφίμων, και την τεχνολογία υλικών. Συνέχισε την ερευνητική του πορεία με μεταδιδακτορικές σπουδές, εξασφαλίζοντας εξαιρετικά ανταγωνιστικές υποτροφίες του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Μοριακής Βιολογίας (EMBO) και του Human Frontier Science Program Organization (HFSPO), για τη μελέτη της μοριακής επικοινωνίας ριζοβίων και ψυχανθών, στο Πανεπιστήμιο του Leiden της Ολλανδίας.
Από το 1997 διετέλεσε ερευνητής του Ινστιτούτου Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας του ΙΤΕ, επικεφαλής του Εργαστηρίου Μεταγονιδιωματικών Εφαρμογών. Από τη θέση αυτή, είχε καταλυτική συνεισφορά στην ανάπτυξη και υιοθέτηση των τεχνολογιών γονιδιωματικής ανάλυσης, πρωτοπορώντας με τη χρήση των τεχνολογιών αυτών, στη βιοϊατρική έρευνα και την κλινική πράξη. Διετέλεσε επίσης, αναπληρωτής διευθυντής του Ινστιτούτου Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας, καθώς και επιστημονικός υπεύθυνος των υποδομών γονιδιωματικής έρευνας και των παραγωγικών μονάδων του Ινστιτούτου Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας.
Το 2007 εξελέγη Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών ενώ διετέλεσε Αντιπρόεδρος του Συλλόγου Ερευνητών του ΙΤΕ (ΣΥΛΕΡ), θέσεις από τις οποίες με το ήθος και την άριστη επιστημονική του κατάρτιση, προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στο ITE αλλά και στην Ερευνητική Κοινότητα. Υπήρξε εμπειρογνώμων του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), σε θέματα επιστημών και τεχνολογιών Υγείας και Βιοϊατρικής. Διετέλεσε επίσης μέλος του Περιφερειακού Συμβουλίου Καινοτομίας Κρήτης, όπου είχε οριστεί εισηγητής στην επιτροπή Υγείας.
Το 1999, ο Δημήτρης Καφετζόπουλος ίδρυσε την πρώτη Μονάδα Μεταγραφωμικής και Μικροσυστοιχιών DNA στην Ελλάδα και από το 2012, επέκτεινε την υποδομή με την εγκατάσταση τεχνολογιών Αλληλούχησης Νέας Γενιάς (next-generation sequencing, NGS). Έχει συμμετάσχει και οργανώσει αρκετές κλινικές μελέτες μεταγονιδιωματικής στον καρκίνο του μαστού (προφίλ γονιδιακής έκφρασης με μικροσυστοιχίες), στην επιληψία (φαρμακογενομική με μικροσυστοιχίες GeneChip), στην οστεοαρθρίτιδα (μελέτη συσχέτισης ολόκληρου του γονιδιώματος GWAS) και στην νόσο Alzheimer (αλληλούχηση ολόκληρου του εξώματος WES). Παράλληλα, είχε αναπτύξει συμμετάσχει στην ανάπτυξη βιοτραπεζών, πληροφοριακών συστημάτων διαχείρισης κλινικών και γονιδιωματικών δεδομένων καθώς και προηγμένα εργαλεία ανάλυσης δεδομένων, σύμφωνα με τα πιο προηγμένα επιστημονικά, τεχνολογικά πρότυπα και κριτήρια βιοηθικής.
Αντικείμενο της έρευνάς του αποτέλεσαν επίσης, η ανάλυση αρχαίου DNA από αρχαιολογικά λείψανα, η ανεύρεση μοριακών δεικτών για την κατηγοριοποίηση και πρόγνωση του καρκίνου, και η αξιοποίηση της γονιδιωματικής πληροφορίας για την αναγνώριση προδιάθεσης σε νόσους. Είναι αξιοσημείωτο ότι με δικές του πρωτοβουλίες, ιδρύθηκε και λειτούργησε το πρώτο και μοναδικό εξειδικευμένο εργαστήριο ανάλυσης αρχαίου DNA στη Χώρα.
Μία από τις σημαντικότερες ερευνητικές πρωτοβουλίες και συνεισφορές του ήταν ο σχεδιασμός και η ανάπτυξη μιας Ευρωπαϊκής Βιοϊατρικής υποδομής, βασισμένης σε τεχνολογίες και υπηρεσίες πλέγματος ηλεκτρονικών υπολογιστών (GRID). Σκοπός της υποδομής αυτής ήταν να υποστηρίξει την συνεργασία κέντρων κλινικής έρευνας του καρκίνου σε Ευρωπαϊκό επίπεδο και να προωθήσει την αποτελεσματικότερη επεξεργασία κλινικών και γενετικών δεδομένων. Η εν λόγω προσπάθεια κινήθηκε παράλληλα με τα προγράμματα caBIG στις ΗΠΑ και το CancerBioinformatics του NCRI στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο Δημήτρης συμμετείχε επίσης στην ανάπτυξη και εγκατάσταση πολλών Ευρωπαϊκών και Εθνικών ερευνητικών υποδομών που περιλαμβάνουν Βιοτράπεζες (BBMRI), Μεταφραστική Ιατρική (EARTIS) και Βιοπληροφορική (ELIXIR).
Παράλληλα, τα ενδιαφέροντά του εστιάζονταν στην αποτίμηση, κατοχύρωση και διαχείριση των αποτελεσμάτων της έρευνας, θέματα τα οποία δίδασκε και σε μεταπτυχιακά προγράμματα του Πανεπιστημίου Κρήτης και άλλων Πανεπιστημίων της Χώρας.
Συμμετείχε ως επιστημονικός υπεύθυνος ή συντονιστής σε περισσότερα από 30 εθνικά και διεθνή ερευνητικά προγράμματα, εξασφαλίζοντας ερευνητικές χρηματοδοτήσεις ύψους πολλών εκατομμυρίων ευρώ για τη Χώρα, ενώ είχε αναπτύξει συνεργασίες με τη βιομηχανία και τον ιδιωτικό τομέα, έχοντας πάντα γνώμονα την αξιοποίηση της έρευνας και το κοινωνικό όφελος.
Υπήρξε συγγραφέας 60 και πλέον ερευνητικών δημοσιεύσεων και κύριος εφευρέτης πολλών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Μάλιστα, το 2002 βραβεύτηκε από τον Ελληνικό Οργανισμό Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας για το σύνολο της πρωτοποριακής έρευνας του και ειδικότερα για την μεταφορά τεχνολογίας στον τομέα της βιομηχανίας.
Ήταν ένας από τους πρωτεργάτες και κινητήρια δύναμη για τη δημιουργία των Δικτύων Ιατρικής Ακριβείας στην Ελλάδα, και ιδιαίτερα του Εθνικού Δικτύου Ιατρικής Ακριβείας στην Ογκολογία, μια πρωτοβουλία με άμεσο και σημαντικό όφελος για την κοινωνία.
Ο Δημήτρης Καφετζόπουλος ήταν παντρεμένος με τη Μαρία Θεοδωρίδου, ερευνήτρια του Ινστιτούτου Πληροφορικής του ΙΤΕ και πατέρας δυο παιδιών, της Λιάνας και του Γιάννη, τα οποία – ακολουθώντας τα βήματά του - διαπρέπουν με τη σειρά τους διεθνώς στην αγαπημένη του επιστήμη, τη Βιολογία.